- μηθίδη
- μηθίδη, ἡ, an Egyptian plant, Plu.2.359b (dub.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μηθίδη — μηθίδη, ἡ (Α) (αμφβλ. γρφ.) είδος υψηλού και μεγάλου δένδρου τής Αιγύπτου … Dictionary of Greek